τρώγω

τρώγω
ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α
μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι
β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) παίρνω οποιαδήποτε τροφή, γευματίζω (α. «κάθησε να φάμε μαζί το μεσημέρι» β. «φάγαμε σούπα και ψητό»)
2. μού αρέσει ένα φαγητό («δεν τρώω το τυρί»)
3. καταργώ νηστεία, αρταίνομαι («έφαγε τη Μεγάλη Παρασκευή»)
4. συνεκδ. δαγκώνω («μ΄ έφαγαν τα κουνούπια»)
5. προκαλώ φθορά, καταστρέφω (α. «έφαγε ο σκόρος τα μάλλινα» β. «φοράει φαγωμένα παπούτσια»)
6. καταναλώνω πολύ, σπαταλώ (α. «το αυτοκίνητό του τρώει πολλή βενζίνη» β. «έφαγε όλη την περιουσία του στις γυναίκες»)
7. καταχρώμαι («έφαγε τα λεφτά τής επιχείρησης»)
8. γίνομαι αντικείμενο σοβαρότατης επίπληξης ή τιμωρούμαι αυστηρά (α. «έφαγε μια κατσάδα» β. «έφαγε δέκα χρόνια φυλακή»)
9. φονεύω, σκοτώνω (α. «πίσω και σ' έφαγα» β. «έφαγε κόσμο και κοσμάκη αυτός στην Κατοχή»)
10. νικώ, καταβάλλω κάποιον («τόν τρώει στο τρέξιμο»)
11. παρακαλώ ή παρακινώ φορτικά και ενοχλητικά (α. «μέ έφαγε να πάμε στον κινηματογράφο» β. «μού 'φαγε τ' αφτιά»)
12. περνώ μια περίοδο τής ζωής μου («έφαγε τα νιάτα του στην φυλακή»)
13. βασανίζω πολύ («μέ έφαγε με τη γκρίνια του»)
14. λειώνω από λύπη, αρρώστια, στενοχώρια (α. «τόν τρώει η ζήλεια του» β. «τόν έφαγε ο καημός τού παιδιού του»)
15. υφίσταμαι κακό (α. «έφαγα όλη τη βροχή» β. «έφαγα κατσάδα» γ. «έφαγα ξύλο»)
16. (μέσ. και παθ.) τρώγομαι
α) είμαι κατάλληλος για τροφή, είμαι εδώδιμος («τα σταφύλια δεν τρώγονται, είναι άγουρα»)
β) επιδιώκω κάτι με επιμονή (α. «φαγώθηκε να παντρευτεί και μετά από έναν χρόνο χώρισε» β. «έναν χρόνο τώρα τρώγεται να τού πάρω αυτοκίνητο»)
γ) διαπληκτίζομαι, φιλονικώ (α. «τρώγεται με τους συναδέλφους του» β. «τρώγονται σαν τα σκυλιά» — μαλώνουν διαρκώς)
δ) είμαι υποφερτός ή είμαι συμπαθής (α. «δεν είναι όμορφη, μα τρώγεται» β. «εσύ με τίποτε δεν τρώγεσαι πια» — είσαι εντελώς ανυπόφορος)
17. (ως τριτοπρόσ.) [μέ] τρώει
έχω κνησμό, έχω φαγούρα («μέ τρώει το γόνατο»)
18. φρ. α) «τρώω τον άμπακο [ή τον κόρακα ή τον περίδρομο]» — καταναλώνω υπερβολικές ποσότητες φαγητού
β) «τρώω σαν λύκος» — τρώω με λαιμαργία
γ) «να τρώει η μάννα και τού παιδιού να μη δίνει» — λέγεται για πολύ νόστιμο φαγητό
δ) «τρώει άχυρα [ή πίτουρα ή λάχανα ή κουτόχορτο]» — είναι βλάκας, ηλίθιος
ε) «τό τρώω και μέ τρώει» — δεν αισθάνομαι τη νοστιμιά τού φαγητού λόγω ανησυχίας ή θλίψης
στ) «τρώει το ψωμί χαράμι» — είναι άχρηστος άνθρωπος
ζ) «έφαγε το ψωμί [ή τα ψωμιά] του»
i) (για πρόσ.) είναι πολύ γέρος, πλησιάζει το τέλος του
ii) (για πράγμ.) έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, έχει αχρηστευθεί
η) «έφαγε το χάπι» — έπεσε στην παγίδα
θ) «τρώει τα νύχια [ή τα μανίκια] του» — επιθυμεί έντονα, αδημονεί
ι) «έφαγε τα λυσσακά του» — προσπάθησε με κάθε τρόπο, κατέβαλε κάθε προσπάθεια
ια) «έφαγα τον κόσμο» — έψαξα παντού
ιβ) «έφαγα τα σκώτια μου» — έκανα κάθε προσπάθεια
ιγ) «τρώει τα σίδερα» — είναι ασυγκράτητος, χαλάει τον κόσμο
ιδ) «τρώει τα λόγια του» — δυσκολεύεται στην προφορά τών λέξεων
ιε) «διαβάζοντας τρώει τα μισά» — παραλείπει κατά την ανάγνωση
ιστ) «τρώνε τα σάλια τους» — είναι στενά συνδεδεμένοι
ιζ) «μήτε ωμός τρώγεται, μήτε ψητός»
i) είναι ανυπόφορος
ii) είναι ασυμβίβαστος
ιη) «μαύρο φίδι που σ' έφαγε» — αλίμονό σου τί έχεις να πάθεις
ιθ) «τρώω το ψωμί του» — μέ συντηρεί
κ) «έφαγα το ψωμί του» — τού πήρα τη θέση
κα) «τρώω τα τζιέρια κάποιου» — τόν ταλαιπωρώ ή τόν βασανίζω πολύ
κβ) «μ' έφαγαν τα σημάδια» — κατέληξα σε σωστό συμπέρασμα από μερικές ενδείξεις που είχα ότι θα μάς βρει ένα κακό, μια συμφορά
κγ) «είμαι φαγωμένος» — έχω φάει
κδ) «έφαγε το ξύλο τής χρονιάς του [ή όσες τρώει το νταούλι ή όσες τρώει το χταπόδι]» και «έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα» — τόν έδειραν ανελέητα
κε) «θα τίς φας» — απειλή σε κάποιον ότι θα ξυλοκοπηθεί
κστ) «έφαγε τη χυλόπιτα» ή «έφαγε την παπάρα»
i) απέτυχε σε μια ερωτική προσπάθεια
ii) τόν έδιωξαν ως ανεπιθύμητο
κζ) «έφαγε το κεφάλι του»
i) ζημιώθηκε από σφάλμα που διέπραξε ο ίδιος
ii) έχασε τη ζωή του
κη) «τόν έφαγε με τα λιμά» — τόν κατέβαλε μολονότι ήταν πιο αδύνατος, ή τόν παραπλάνησε, τόν παρέπεισε
κθ) «τρώγεται με τα ρούχα του» — είναι πολύ γκρινιάρης με τον εαυτό του και με όλους
λ) «τρώγονται σαν τα καβούρια μέσα στο σακούλι» — καταφέρονται ο ένας εναντίον τού άλλου
λα) «τόν τρώει η μύτη του [ή η ράχη του ή η παλάμη] του» — προκαλεί ο ίδιος την τιμωρία του
λβ) «τόν τρώει η γλώσσα του» — είναι έτοιμος ν' αποκαλύψει μυστικό
19. παροιμ. α) «οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν» — δηλώνει ότι τα σφάλματα τών γονέων έχουν αντίκτυπο στα παιδιά τους
β) «όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια» και «απόχει μαχαίρι τρώει πεπόνι» — δηλώνει ότι η δύναμη εξασφαλίζει την επιτυχία
γ) «τρώει ο χοίρος [ή η αλεπού] τα ξυράφια, μα στο βγάλσιμο τά βρίσκει» — δηλώνει ότι εκείνοι που ζουν με δάνεια, τά πληρώνουν αργότερα με τόκους
δ) «εφάγαμε το βόδι και απόμεινε η ουρά του» — λέγεται στις περιπτώσεις που έχει επιτελεστεί το μεγαλύτερο μέρος ενός έργου, μιας προσπάθειας, και μένει λίγο ωσότου ολοκληρωθεί, μέρος που ίσως είναι το ευκολότερο, αλλά μπορεί να είναι και δύσκολο
ε) «το ώριμο σύκο ο χοίρος τό τρώει» — λέγεται για τις περιπτώσεις που τις ωραίες και άξιες γυναίκες τις παντρεύονται ανάξιοι πλούσιοι
στ) «φάτε μάτια ψάρια κι η κοιλιά περίδρομο» — λέγεται για κάτι που επιθυμεί κανείς πάρα πολύ αλλά δεν μπορεί να τό γευθεί ή και να τό απολαύσει
ζ) «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» — δηλώνει την ισχύ τού νόμου τής ζούγκλας, όπου σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις επικρατεί ο ισχυρότερος
η) «έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τά 'φαγαν οι χοίροι» — λέγεται για ανώτερους ανθρώπους που ξέπεσαν και διασύρονται από κατώτερούς τους
θ) «ας τρώει η γριά κι ας μουρμουρίζει ο γέρος» — λέγεται για πολύ εγωιστές ανθρώπους
ι) «αν δεν φας δράκο, δράκος δεν γίνεσαι» ή «αν δεν φας στοιχειό, στοιχειό δεν γίνεσαι» — δηλώνει ότι μόνον αν νικήσει κανείς έναν ισχυρό αντίπαλο γίνεται και ο ίδιος ισχυρός
ια) «όταν τα σκυλιά τρώγονται, ο λύκος τρώει τα πρόβατα» — δηλώνει ότι όταν φιλονικούν οι κυβερνώντες, καταστρέφονται οι κυβερνώμενοι
ιβ) «όταν το πρόβατο ξεκόβεται απ' το κοπάδι, τό τρώει ο λύκος» — δηλώνει ότι όταν κάποιος αποχωρεί από ένα οργανωμένο σύνολο είναι καταδικασμένος να χρεωκοπήσει
αρχ.
1. (για φυτοφάγα κατοικίδια ζώα και σπάν. για σκυλιά) ροκανίζω κάτι με τα δόντια μου και τό μασώ για να τό καταπιώ
2. (για πρόσ.) μασώ και καταπίνω ωμά χόρτα, όσπρια και ξηρούς καρπούς, τραγανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρώ-γ-ω (< *-γ- < *treә3-γ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter- «τρίβω, τρίβω με κυκλικές κινήσεις» (πρβλ. τείρω) και εμφανίζει μακρό το φωνηεντικό -ŗ- και ουρανικό ένθημα -γ-. Παρλλ. απαντούν και τ. σχηματισμένοι από θ. τρăγ- < τřγ- (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν, τραγ-ανός) τής συνεσταλμένης βαθμίδας τής μακρόφωνης ρίζας τού ενεστ. (για την εναλλαγή αυτή, πρβλ. γλῶσσα < *γλώχ-ια: γλăσσᾶς< *γλăχ-ια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρώγω — gnaw pres subj act 1st sg τρώγω gnaw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρῶγον — τρώγω gnaw pres part act masc voc sg τρώγω gnaw pres part act neut nom/voc/acc sg τρώγω gnaw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρώγω gnaw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγετε — τρώγω gnaw pres imperat act 2nd pl τρώγω gnaw pres ind act 2nd pl τρώγω gnaw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγῃ — τρώγω gnaw pres subj mp 2nd sg τρώγω gnaw pres ind mp 2nd sg τρώγω gnaw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτρώ(γ)ω — τρώγω κακώς, ανεπαρκώς, υποσιτίζομαι, τρώγω τροφές όχι ιδιαίτερα θρεπτικές ή εύπεπτες …   Dictionary of Greek

  • τρωγόμενον — τρώγω gnaw pres part mp masc acc sg τρώγω gnaw pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγόντων — τρώγω gnaw pres part act masc/neut gen pl τρώγω gnaw pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωξόμεθα — τρώγω gnaw aor subj mid 1st pl (epic) τρώγω gnaw fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῶγε — τρώγω gnaw pres imperat act 2nd sg τρώγω gnaw imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”